- σοφουργός
- -όν, Ααυτός που εργάζεται επιδέξια, με μαστοριά («τοῡ σοφουργοῡ Μιχαήλ τὴν εἰκόνα», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ἱερ-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
σοφουργικός — ή, όν, Α [σοφουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφουργό … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek